- τερατολόγος
- -α, -οαυτός που λέει τερατολογίες, παραμυθολόγος: Μην τον πιστεύεις, είναι τερατολόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τερατολόγος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατολόγος — ο / τερατολόγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα νεοελλ. 1. αυτός έχει την τάση να λέει τερατολογίες 2. επιστήμονας βιολόγος ειδικός… … Dictionary of Greek
τερατολόγοις — τερατόλογος marvel monger masc dat pl τερατολόγος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατολόγου — τερατόλογος marvel monger masc gen sg τερατολόγος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατολόγους — τερατόλογος marvel monger masc acc pl τερατολόγος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατολόγων — τερατόλογος marvel monger masc gen pl τερατολόγος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατολόγῳ — τερατόλογος marvel monger masc dat sg τερατολόγος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατολόγε — τερατολόγος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατολόγοι — τερατολόγος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατολόγον — τερατολόγος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)